διάβρωση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διάβρωση οι διαβρώσεις
      γενική της διάβρωσης* των διαβρώσεων
    αιτιατική τη διάβρωση τις διαβρώσεις
     κλητική διάβρωση διαβρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάβρωση < 1. (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διάβρωσις[1] [2][3] < αρχαία ελληνική διαβιβρώσκω < βιβρώσκω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική érosion[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική corrosion)[1]
2. στη σημασία «διαφθορά, εξαχρείωση»: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική corruption[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάβρωση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαβρώνω
  2. (μεταφορικά) εξαχρείωση, διαφθορά, φθορά

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 διάβρωσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. διάβρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.