διάλογος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διάλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διάλογος. Συγχρονικά αναλύεται σε διά- + λόγος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάλογος αρσενικό
- η συζήτηση μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων, τα λόγια που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια αυτής της συζήτησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα διά- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)