διάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διάνα < (άμεσο δάνειο) ισπανική diana

Επίρρημα

[επεξεργασία]

διάνα

  1. ακριβώς, επιτυχία, κέντρο
    του έδωσα στην τύχη μια απάντηση και πέτυχα διάνα

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

διάνα

  1. εκφράζει επιτυχία, ακρίβεια

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]