διάσχιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάσχιση | οι | διασχίσεις |
γενική | της | διάσχισης* | των | διασχίσεων |
αιτιατική | τη | διάσχιση | τις | διασχίσεις |
κλητική | διάσχιση | διασχίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διασχίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διάσχιση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού διασχίζω