διαβατάρης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαβατάρης < μεσαιωνική ελληνική
Επίθετο
[επεξεργασία]διαβατάρης, α, ικο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαβατάρης αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαβατάρης
→ δείτε τη λέξη διαβάτης |