διαδεδομένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαδεδομένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]διαδεδομένος, -η, -ο
- που έχει διαδοθεί ευρέως
διαδεδομένος, -η, -ο