διακεκομμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διακεκομμένος < → λείπει η ετυμολογία
Μετοχή
[επεξεργασία]διακεκομμένος, -η, -ο
- Που διακόπτεται πολλές φορές, ασυνεχής.
- (Για γραμμές): Που είναι διαιρεμένος σε πολλά μικρά τμήματα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διακεκομμένος