διαμέτρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαμέτρημα (μαρτυρείται από το 1886)[1] < αρχαία ελληνική διαμετρέω / διαμετρῶ + -μα < διά + μετρέω / μετρῶ < μέτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική calibre)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯aˈme.tɾi.ma/ & /ðʝaˈme.tɾi.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαμέτρημα ουδέτερο
- το μήκος της διαμέτρου ενός κυλίνδρου ή κυλινδρικού σώματος και (ειδικότερα) της κάννης ενός πυροβόλου όπλου
- Η ρουκέτα που χρησιμοποιήθηκε χθες είναι πολύ μικρότερη, τόσο στο διαμέτρημα, όσο και στο βεληνεκές. (*)
- (μεταφορικά) η αξία και η απήχηση κάποιου σε σχέση με άλλους, πάνω σε κάποιον τομέα
- H ελληνική γλώσσα -παρότι το γεωγραφικό… διαμέτρημα της χώρας μας μικρό- έχει καταφέρει να απλώσει ρίζες σε όλο τον κόσμο. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 280, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)