διαφορικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διαφορικό τα διαφορικά
      γενική του διαφορικού των διαφορικών
    αιτιατική το διαφορικό τα διαφορικά
     κλητική διαφορικό διαφορικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαφορικό < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαφορικό ουδέτερο

  1. μηχανισμός μετάδοσης κίνησης στους τροχούς ενός οχήματος
    αυτοκίνητο με διπλό διαφορικό
  2. (μαθηματικά) πάρα πολύ μικρή μεταβολή μιας συνάρτησης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

διαφορικό