διαφορικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαφορικό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαφορικό ουδέτερο
- μηχανισμός μετάδοσης κίνησης στους τροχούς ενός οχήματος
- αυτοκίνητο με διπλό διαφορικό
- (μαθηματικά) πάρα πολύ μικρή μεταβολή μιας συνάρτησης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαφορικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διαφορικό
- αιτιατική ενικού του διαφορικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του διαφορικός