διεθνίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεθνίστρια < διεθν(ιστής) + κατάληξη θηλυκού -ίστρια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.eˈθni.stɾi.a/ & /ði̯eˈθni.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐ε‐θνί‐στρι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεθνίστρια θηλυκό
- θηλυκό του διεθνιστής
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε διεθνιστής
διεθνίστρια
|