δικτυωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικτυωμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου δικτυώνω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.kti.oˈme.nos/
Μετοχή
[επεξεργασία]δικτυωμένος -η -ο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικτυωμένος
|