δικτυώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]δικτυώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικτυώνω
- θα δικτυώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικτυώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δικτυώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δικτύωση