διώμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διώμα | τα | διώματα |
γενική | του | διώματος | των | διωμάτων |
αιτιατική | το | διώμα | τα | διώματα |
κλητική | διώμα | διώματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διώμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική διώμα < ιδίωμα < ελληνιστική κοινή ἰδίωμα < ἰδιόω < αρχαία ελληνική ἴδιος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διώμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- διωματάρα
- διωματάρης
- → δείτε τις λέξεις ιδίωμα και ίδιος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διώμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)