δοσοληψία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δοσοληψία < ελληνιστική < δοσο- (αρχαία ελληνική δόσις) + -ληψία (< αρχαία ελληνική λῆψις)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðo.so.liˈpsi.a/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δοσοληψία θηλυκό
- η ανταλλαγή προϊόντος και χρημάτων
- πληθυντικός: οι αμοιβαίες σχέσεις κι επαφές· λέγεται, κυρίως, με αρνητική σημασία
- είχε δοσοληψίες με τζογαδορους
- (βάσεις δεδομένων) βλ. συνώνυμο συναλλαγή[1][2]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δοσοληψία
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Δοσοληψίες & Ταυτοχρονισμός, Προχωρημένα Θέματα Βάσεων Δεδομένων του τμήματος Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του ΕΜΠ. Προσπέλαση 2020-03-11
- ↑ Λουκόπουλος, Θ., Θεοδωρίδης, Ε. 2016. «Εισαγωγή στην SQL - Κεφάλαιο 13 Δοσοληψίες», σελ. 226. Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, repository.kallipos.gr. Προσπέλαση: 2020-01-17