δουλικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δουλικό τα δουλικά
      γενική του δουλικού των δουλικών
    αιτιατική το δουλικό τα δουλικά
     κλητική δουλικό δουλικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δουλικό < δούλ(α) + -ικο (ουδέτερο του -ίκος)[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δουλικό ουδέτερο

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) η υπηρέτρια
  2. αγενής γυναίκα με απολίτιστους τρόπους και άσχημη εξωτερική εμφάνιση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]


Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δουλικό