δυναμικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: δυναμική, δυναμικός, δύναμη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το δυναμικό τα δυναμικά
      γενική του δυναμικού των δυναμικών
    αιτιατική το δυναμικό τα δυναμικά
     κλητική δυναμικό δυναμικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυναμικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δυναμικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική potentiel)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δυναμικό ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

δυναμικό