δυνατόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυνατόν: (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυνατόν, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δυνατός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δυνατόν ουδέτερο
- (λόγιο) σε εκφράσεις όπως
- σε απρόσωπη ρηματική έκφραση) είναι δυνατόν: μπορεί να συμβεί
- ↪ Είναι δυνατόν να έγινε τέτοιο πράγμα και να μην πήρα είδηση;
- αυτό που μπορεί να γίνει, αυτό που είναι μέσα στις δυνατότητές μας
- ↪ θα κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν για να πετύχουμε τον στόχο μας.
- σε απρόσωπη ρηματική έκφραση) είναι δυνατόν: μπορεί να συμβεί
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]δυνατόν