δυσερωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυσερωτικός < δυσ- + ἐρωτικός. Μόνο στο Ονομαστικόν του Ιουλίου Πολυδεύκη (κείμενο Κεφαλαίου ΜΒ΄ "Περί του επ'αφροδισίοις μαινομένου" [1])

Επίθετο

[επεξεργασία]

δυσερωτικός, -ή, -όν

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Σκαρλάτος Δημήτριος Βυζάντιος, Λεξικόν Επίτομον της Ελληνικής Γλώσσης, Εκδοθέν δαπάνη Ανδρέου Κορομηλά του Αθηναίου, Τυπογραφία του αυτού Ανδρέου Κορομηλά, 1839 σελ. 330, λήμμα δυσερωτικός και δυσερωτιάω -ώ