δυσλειτουργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δυσλειτουργικός < δυσλειτουργία + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική malfunctional / dysfunctional)
Επίθετο
[επεξεργασία]δυσλειτουργικός
- που δυσλειτουργεί
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις δυσλειτουργώ και λειτουργώ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δυσλειτουργικός