δυστυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δυστυχία οι δυστυχίες
      γενική της δυστυχίας των δυστυχιών
    αιτιατική τη δυστυχία τις δυστυχίες
     κλητική δυστυχία δυστυχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυστυχία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δυστυχία[1] < δυστυχής < δυσ- + τύχη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.stiˈçi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δυ‐στυ‐χί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δυστυχία θηλυκό

  • κατάσταση δυσφορίας, στην οποία δεν επιτυχγάνονται οι ανάγκες και οι στόχοι ενός ατόμου

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]