δυόσμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυόσμος οι δυόσμοι
      γενική του δυόσμου των δυόσμων
    αιτιατική τον δυόσμο τους δυόσμους
     κλητική δυόσμε δυόσμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
άνθη του δυόσμου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δυόσμος < αρχαία ελληνική ἡδύοσμος < ἡδύς + ὀσμή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

δυόσμος αρσενικό

  • (φυτό) η πράσινη μέντα, ποώδες φυτό (επιστημονική ονομασία: Mentha viridis) με οδοντωτά αρωματικά φύλλα, το οποίο χρησιμοποιείται στη μαγειρική

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]