εγκαίρως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

εγκαίρως < έγκαιρος

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εγκαίρως (χρονικό)

  1. στην κατάλληλη στιγμή, πριν τη λήξη μιας προθεσμίας ή διορίας ή πριν να είναι πολύ αργά
    προσπαθήστε να είστε εγκαίρως στο αεροδρόμιο, γιατί διαφορετικά δεν θα σας επιτρέψουν να επιβιβαστείτε

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]