εγκλείσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εγκλείσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκλείω
  2. θα εγκλείσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκλείω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εγκλείσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έγκλειση