εγκλείσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]εγκλείσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγκλείω
- θα εγκλείσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγκλείω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]εγκλείσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έγκλειση