εθνάριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εθνάριο | τα | εθνάρια |
γενική | του | εθνάριου | των | εθνάριων |
αιτιατική | το | εθνάριο | τα | εθνάρια |
κλητική | εθνάριο | εθνάρια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εθνάριο < έθνος + υποκοριστικό επίθημα -άριο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εθνάριο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εθνάριο
|