εικονολήπτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ko.noˈli.ptis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐νο‐λή‐πτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικονολήπτης αρσενικό (θηλυκό εικονολήπτρια)
- (κινηματογράφος, τηλεόραση, επάγγελμα) ο τεχνικός που χειρίζεται την κάμερα για τη μαγνητοσκόπηση, λήψη εικόνων (πλάνων)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εικονο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λήπτης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κινηματογράφος (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)