εικοσαπλάσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]εικοσαπλάσιος
- είκοσι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάτι άλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικοσαπλάσιος
|