εικοσιτετράωρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικοσιτετράωρο < εικοσιτετράωρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικοσιτετράωρο ουδέτερο
- η χρονική διάρκεια είκοσι τεσσάρων (24) ωρών, μια ολόκληρη ημέρα, ένα ημερονύκτιο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικοσιτετράωρο