εισαγγελέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εισαγγελέας οι εισαγγελείς
      γενική του
του/της
εισαγγελέα
εισαγγελέως
των εισαγγελέων
    αιτιατική τον/την εισαγγελέα τους/τις εισαγγελείς
     κλητική εισαγγελέα εισαγγελείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εισαγγελέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή εἰσαγγελεύς από την αιτιατική σε -έα < εἰσαγγέλλω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εισαγγελέας αρσενικό ή θηλυκό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]