εκατόευρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκατόευρο ουδέτερο
- (νόμισμα, νεολογισμός) χαρτονόμισμα εκατό ευρώ
- ※ Όταν λιποθυμούν, τους τρέχουν με το ασθενοφόρο στα εφημερεύοντα κι εκεί τους υποχρεώνουν να δώσουν ένα εκατόευρο, από αυτά που τους περισσεύουν. (εφ. Καθημερινή, 29.11.2014)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκατόευρο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ο (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομίσματα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)