εκβαρβαρώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκβαρβαρώνω < αρχαία ελληνική ἐκβαρβαρόω / ἐκβαρβαρῶ

εκβαρβαρώνω (παθητική φωνή: εκβαρβαρώνομαι)

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]