εκβιαστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκβιαστικός < (ελληνιστική κοινή) ἐκβιαστικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εκβιαστικός, -ή, -ό
- που αποτελεί μέσον εκβιασμού, που εκβιάζει
- που τίθεται χωρίς να προτείνονται ενδιάμεσες λύσεις
- εκβιαστικά διλήμματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εκβιαστικά
- εκβιαστικώς
- → δείτε τις λέξεις εκβιάζω, βιάζω και βία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκβιαστικός
|