εκβραχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκβραχίζω < εκ- + βράχος + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική dérocher)

εκβραχίζω (παθητική φωνή: εκβραχίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]