εκγύμναση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκγύμναση | οι | εκγυμνάσεις |
γενική | της | εκγύμνασης* | των | εκγυμνάσεων |
αιτιατική | την | εκγύμναση | τις | εκγυμνάσεις |
κλητική | εκγύμναση | εκγυμνάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκγυμνάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκγύμναση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκγυμνάζω