εκδίκηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκδίκηση | οι | εκδικήσεις |
γενική | της | εκδίκησης* | των | εκδικήσεων |
αιτιατική | την | εκδίκηση | τις | εκδικήσεις |
κλητική | εκδίκηση | εκδικήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκδικήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκδίκηση < (ελληνιστική κοινή) ἐκδίκησις < αρχαία ελληνική ἐκδικέω / ἐκδικῶ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ekˈði.ci.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκδίκηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκδικούμαι, ανταπόδοση κακού
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που τρώγεται κρύο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις εκδικούμαι και δίκη