εκθαμβωτικώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκθαμβωτικώς < εκθαμβωτικός + -ώς

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εκθαμβωτικώς

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]