εκκίνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκίνηση οι εκκινήσεις
      γενική της εκκίνησης* των εκκινήσεων
    αιτιατική την εκκίνηση τις εκκινήσεις
     κλητική εκκίνηση εκκινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκκίνηση < ελληνιστική κοινή ἐκκίνησις < ἐκ + κίνησις ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεκίνημα)
Εκκίνηση των Windows 7.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εκκίνηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

πληροφορική:

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]