εκπαραθύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκπαραθύρωση | οι | εκπαραθυρώσεις |
γενική | της | εκπαραθύρωσης* | των | εκπαραθυρώσεων |
αιτιατική | την | εκπαραθύρωση | τις | εκπαραθυρώσεις |
κλητική | εκπαραθύρωση | εκπαραθυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκπαραθυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκπαραθύρωση < καθαρεύουσα ἐκπαραθύρω(σις) + -ση < εκ- + παράθυρ(ον) + -ωσις (-ωση), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική défenestration[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ek.pa.ɾaˈθi.ɾo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐πα‐ρα‐θύ‐ρω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκπαραθύρωση θηλυκό
- αυτό που πράττουμε όταν πετάμε κάποιον από το παράθυρο
- ↪ Στις 23 Μαΐου 1618, η περίφημη Εκπαραθύρωση της Πράγας προκάλεσε τον Τριακονταετή Πόλεμο, όταν οι προτεστάντες ηγέτες πέταξαν από το παράθυρο τους καθολικούς απεσταλμένους της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. (από το άρθρο Πράγα στη Βικιπαίδεια )
- (μεταφορικά) η βίαιη αποπομπή κάποιου από αξίωμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις εκ και παράθυρο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκπαραθύρωση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ εκπαραθύρωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την καθαρεύουσα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα εκ- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)