εκσλαβίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκσλαβίζω < εκ + Σλάβος < μεσαιωνική ελληνική ΣκλᾶβοςΣκλαβηνός) < πρωτοσλαβική γλώσσα *Slověninъ

εκσλαβίζω (παθητική φωνή: εκσλαβίζομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]