εκτρέφω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]εκτρέφω (παθητική φωνή: εκτρέφομαι)
- τρέφω κατ'επάγγελμα κάποιο είδος ζώου για εκμετάλλευση
- (μεταφορικά) καλλιεργώ, συντηρώ