εκχέρσωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκχέρσωση | οι | εκχερσώσεις |
γενική | της | εκχέρσωσης* | των | εκχερσώσεων |
αιτιατική | την | εκχέρσωση | τις | εκχερσώσεις |
κλητική | εκχέρσωση | εκχερσώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκχερσώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκχέρσωση < εκχερσώ(νω) + -σις > -ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ekˈçeɾ.so.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐χέρ‐σω‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκχέρσωση θηλυκό
- μεταβολή χέρσου εδάφους σε καλλιεργήσιμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκχέρσωση
|