ελαιοχρωματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελαιοχρωματισμός < ελαιοχρωματίζω + -μός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελαιοχρωματισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του ελαιοχρωματίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελαιοχρωματισμός
|