ελασσονίτικα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ελασσονίτικα | ||
γενική | των | ελασσονίτικων | ||
αιτιατική | τα | ελασσονίτικα | ||
κλητική | ελασσονίτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελασσονίτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελασσονίτικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελασσονίτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελασσονίτικα
|
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελασσονίτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ελασσονίτικος