ελγίνεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ελγίνεια | ||
γενική | των | ελγινείων | ||
αιτιατική | τα | ελγίνεια | ||
κλητική | ελγίνεια | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ελγίνεια < ουδέτερο του επιθέτου * ελγίνειος < Έλγιν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ελγίνεια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα γλυπτά του Παρθενώνα που εκλάπησαν από τον λόρδο του Έλγιν και μεταφέρθηκαν το 1806 στο Λονδίνο για να πουληθούν καθώς ο λόρδος είχε οικονομικές δυσχέρειες..
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ελγίνεια
|