ελικόρευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελικόρευμα τα ελικορεύματα
      γενική του ελικορεύματος των ελικορευμάτων
    αιτιατική το ελικόρευμα τα ελικορεύματα
     κλητική ελικόρευμα ελικορεύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελικόρευμα < έλικ(α) + -ό- + ρεύμα, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική prop wash

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ελικόρευμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]