εμμένω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμμένω < αρχαία ελληνική ἐμμένω
Ρήμα
[επεξεργασία]εμμένω
- (λόγιο) υποστηρίζω επίμονα, σταθερά και ανυποχώρητα τις θέσεις και απόψεις μου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (επιμένω)