εμπυροσκόπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπυροσκόπος < μεσαιωνική ελληνική εμπυροσκόπος < αρχαία ελληνική ἔμπυρα + -σκόπος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμπυροσκόπος αρσενικό ή θηλυκό
- (θρησκεία) που ασκεί την εμπυροσκοπία / εμπυρομαντεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εμπυροσκόπος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σκόπος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)