ενάγω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενάγω < εν + άγω

ενάγω

  • κατηγορώ κάποιον (τον εναγόμενο) και τον οδηγώ σε δίκη, καταθέτω αγωγή, υποβάλλω μήνυση εναντίον του


Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]