ενάγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενάγω
- κατηγορώ κάποιον (τον εναγόμενο) και τον οδηγώ σε δίκη, καταθέτω αγωγή, υποβάλλω μήνυση εναντίον του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εναγόμενος εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται η αγωγή
- ενάγων εκείνος που προχωρεί σε αγωγή