ενάμισης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενάμισης < μεσαιωνική ελληνική ενάμισης < αρχαία ελληνική ἕνα, αιτιατική ενικού τού εἷς + ἥμισυς
Επίθετο
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενάμισης
|