ενδίδω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ενδίδω < αρχαία ελληνική ἐνδίδωμι < ἐν + δίδωμι

ενδίδω

  1. υποχωρώ
  2. υποκύπτω
  3. (μεσαιωνική ελληνική) διατάζω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]