ενδιάμεσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενδιάμεσος < εν- + διάμεσος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική intermédiaire)
Επίθετο
[επεξεργασία]ενδιάμεσος
- που βρίσκεται κάπου ανάμεσα ή, ειδικότερα, στο μέσο δύο τοπικών ή χρονικών σημείων αναφοράς
- (μεταφορικά) (κυρίως για διακριτές αφηρημένες έννοιες) που έχει χαρακτηριστικά ή ιδιότητες τέτοιες, ώστε είτε να μπορεί να καταταγεί σε δύο διαφορετικές κατηγορίες
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενδιάμεσος